- ἐγκυλίνδησις
- ἐγκῠλίνδ-ησις, εως, ἡ,A rolling among,
ἐν πόρναις Plu.Oth.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐν πόρναις Plu.Oth.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εγκυλίνδησις — ἐγκυλίνδησις ( εως), η (Α) κύλισμα ανάμεσα («τὰς ἀνοσίους ἐγκυλινδήσεις ἐν γυναιξὶ πόρναις») … Dictionary of Greek
ἐγκυλινδήσεις — ἐγκυλίνδησις rolling among fem nom/voc pl (attic epic) ἐγκυλίνδησις rolling among fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)